σταχολογώ

σταχολογώ
σταχολογάω см. σταχυολογώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σταχολογώ" в других словарях:

  • σταχολογώ — σταχολογάω / σταχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), σταχολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταχολογώ — Ν βλ. σταχυολογώ …   Dictionary of Greek

  • σταχολογώ — βλ. σταχυολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • σταχυολογώ — σταχυολογῶ, έω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν μαζεύω στάχια νεοελλ. επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • σταχολογάω — / σταχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), σταχολόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: σταχολογάω – σταχυολογώ : η έννοια διαφέρει. Το σταχολογάω σημαίνει → μαζεύω τα στάχυα μετά το θερισμό, ενώ το σταχυολογώ → επιλέγω και συγκεντρώνω (γνωμικά κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»